προανατέμνω

προανατέμνω
Α
1. ανοίγω προηγουμένως
2. σχίζω κάτι προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνατέμνω «σχίζω, κατακόπτω, ανοίγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”